σπορίτης

σπορίτης
ο, Ν
1. καρπός κηπευτικών που αφήνεται να ωριμάσει για να χρησιμοποιηθούν σε σπορά οι σπόροι του
2. ως κύριο όν. ο Σπορίτης
ο Σποριάς, ο Νοέμβρης
3. (για τράγο ή κριάρι) ο επιβήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. ζευγ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπορίτης — ο καρπός που φυλάγεται για να χρησιμοποιηθούν οι σπόροι του για σπορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοσπορίτης — ισσα, ικο ο αλλόσπορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + σπορίτης < σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”